αγύρτης

αγύρτης
Απατεώνας, ψεύτης, τσαρλατάνος, κομπογιαννίτης· αυτός που δεν έχει επάγγελμα και μόνιμη κατοικία, γυρίζει από μέρος σε μέρος και με τα λόγια, διάφορα γιατρικά και φίλτρα εξαπατά τους αφελείς και τους απλοϊκούς. Οι α., από το ρήμα αγείρω (= μαζεύω χρήματα), είναι γνωστοί από την αρχαιότητα. Ονομάζονταν έτσι οι επαίτες που περιφέρονταν και μάζευαν χρήματα, δήθεν για κάποιο σκοπό και οι επαίτες μάντεις και ιερείς που τριγύριζαν σε διάφορα μέρη και έκαναν έρανο για τη λατρεία των θεών. Οι α. προφήτευαν το μέλλον, υπόσχονταν άφεση αμαρτιών σε αυτούς που θα έδιναν χρήματα και αναλάμβαναν με πληρωμή να τιμωρήσουν τον εχθρό κάποιου ή να θεραπεύσουν ανίατες αρρώστιες. Περιβόητοι α. ήταν οι μητραγύρται, δηλαδή οι ιερείς που κατά τις γιορτές, και ιδιαίτερα της μητέρας των θεών Κυβέλης, επαιτούσαν και μάζευαν χρήματα. Από τους πιο ονομαστούς α. της αρχαιότητας ήταν o Εύδαμος, μανάβης που έγινε βοτανολόγος και ισχυριζόταν ότι με τα μαγικά του άσματα (επωδαί) μπορούσε να θεραπεύσει κάθε αρρώστια. Οι α. κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους είχαν κυριολεκτικά αποχαλινωθεί και το κράτος αναγκάστηκε να πάρει μέτρα εναντίον τους. Από τους α. του Βυζαντίου ονομαστοί υπήρξαν ο Παμπρέπτος και ο Σεβηριανός (5ος αι.) που κατόρθωσαν μάλιστα, μολονότι ήταν ειδωλολάτρες, να αναμειχθούν ενεργά στην πολιτική ζωή του κράτους. Σε μεγάλη ακμή έφτασε η αγυρτεία στα τέλη του 16ου αι. στη Γαλλία. Οι α. εκεί είχαν οργανωθεί σε κομπανίες με ειδικότητες και καταμερισμό εργασίας, ώστε να γίνεται πιο εύκολη και συστηματική η εξαπάτηση των αφελών. Οι αρχαίοι αγύρτες τιμούσαν ιδιαίτερα την Κυβέλη, τη «μητέρα των θεών» όπως την έλεγαν, και στο όνομά της επαιτούσαν και μάζευαν χρήματα.
* * *
ο (Α ἀγύρτης) (Ν θηλ. -ισσα)
ψευδολόγος, απατεώνας, κατεργάρης
νεοελλ.
1. (για γιατρούς, φαρμακοποιούς κ.λπ.) θαυματοποιός, τσαρλατάνος
2. αλήτης
αρχ.
1. συλλέκτης
2. επαίτης ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγυρ- τού ρ. ἀγείρω.
ΠΑΡ. αγυρτικός
αρχ.
ἀγυρτάζω, ἀγυρτεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀγύρτης — collector masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγύρτης — ο θηλ. αγύρτισσα απατεώνας, κατεργάρης, θαυματοποιός: Οι αγύρτες μόνο τους αφελείς και τους απαίδευτους μπορούν να εξαπατήσουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγύρται — ἀγύρτης collector masc nom/voc pl ἀγύρτᾱͅ , ἀγύρτης collector masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АГИРТ —    • Αγύρτης,          человек, собирающий подаяние (от αγείρειν), нищий. Особенно так назывались те нищие, которые получали подаяние за то, что предсказывали всякому желающему будущее, продавали листки с предсказаниями и т. п.; поэтому А.… …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀγυρτῶν — ἀγύρτης collector masc gen pl ἀγυρτάζω collect by begging fut part act masc voc sg ἀγυρτάζω collect by begging fut part act neut nom/voc/acc sg ἀγυρτάζω collect by begging fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀγυρτός got by begging fem gen …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγύρταις — ἀγύρτης collector masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγύρτην — ἀγύρτης collector masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγύρτου — ἀγύρτης collector masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγύρτρια — ἀγύρτης collector fem nom/voc sg ἀγύρτρια fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγύρτῃ — ἀγύρτης collector masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”